ὁροθέτης — terminator masc nom sg ὁροθετέω fix boundaries imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁροθετῶν — ὁροθέτης terminator masc gen pl ὁροθετέω fix boundaries pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁροθέτην — ὁροθέτης terminator masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁροθέτου — ὁροθέτης terminator masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οροθέσιο — το (ΑΜ οροθέσιον) [οροθέτης] οτιδήποτε χρησιμεύει για τον καθορισμό συνόρων, ορόσημο αρχ. στον πληθ. τὰ ὁροθέσια τα σύνορα, τα όρια … Dictionary of Greek
οροθεσία — η (Α ὁροθεσία) [οροθέτης] η χάραξη, ο καθορισμός των ορίων και ειδικότερα τών συνόρων που χωρίζουν μια χώρα από μια άλλη μσν. καθορισμός χρονικών ορίων, προσδιορισμός ημερομηνίας αρχ. στον πληθ. αἱ ὁροθεσίαι τα όρια, τα σύνορα … Dictionary of Greek
οροθετώ — (ΑΜ ὁροθετῶ, έω) [οροθέτης] 1. προσδιορίζω τα σύνορα, τοποθετώ ορόσημα, θέτω τα όρια μιας περιοχής 2. μτφ. καθορίζω … Dictionary of Greek
υιοθεσία — η / υιοθεσία, ΝΜΑ η ενέργεια τού υιοθετώ, η επίσημη αναγνώριση από κάποιον ενός ξένου παιδιού ως δικού του με νόμιμη διαδικασία, υιοθέτηση νεοελλ. 1. (νομ.) η νομική απόκτηση τέκνου 2. μτφ. έγκριση, αποδοχή ενέργειας, γνώμης, ιδέας ή απόφασης… … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek